- ἐσφλᾶται
- ἐσφλάωto be so fracturedpres subj mp 3rd sgἐσφλάωto be so fracturedpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισφλώ — εἰσφλῶ και ἐσφλῶ ( άω) (Α) συντρίβω μέσα σε κάτι, εσωτερικώς («ἐσφλᾱται τὸ ὀστέον») … Dictionary of Greek